αγιοταφίτικος

αγιοταφίτικος
η , ο иерусалимский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αγιοταφίτικος" в других словарях:

  • αγιοταφίτικος — η, ο και ός, ή, ό [Άγιος Τάφος] αυτός που ανήκει στον Άγιο Τάφο ή προέρχεται από αυτόν …   Dictionary of Greek

  • αγιοταφίτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τον Άγιο Tάφο: Κοντά στο χωριό υπήρχε ένα μετόχι αγιοταφίτικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγιοταφικός — ή, ό [Άγιος Τάφος] ο αγιοταφίτικος* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»